αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
οάτομο που πάσχει από κοπροφιλία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilous < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -philous (πρβλ. -φιλος < φίλος)].