κοπρόφιλος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ο
άτομο που πάσχει από κοπροφιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilous < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -philous (πρβλ. -φιλος < φίλος)].