κοπροφιλία

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση κατά την οποία το πάσχον άτομο αρέσκεται στις ακαθαρσίες τών περιττωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilia < copro-phil- (πρβλ. κοπρόφιλος) + κατάλ. -ia (πρβλ. -ία)].