κοπροφιλία

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

η
(ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση κατά την οποία το πάσχον άτομο αρέσκεται στις ακαθαρσίες τών περιττωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilia < copro-phil- (πρβλ. κοπρόφιλος) + κατάλ. -ia (πρβλ. -ία)].