κοπτέον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
one must pound, φάρμακον Asclep. ap. Gal.13.341, cf. 969, Dsc.2.76, Gp.3.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
κοπτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ κόπτω, δεῖ κόπτειν, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 1109F, Γαλην.