κορακόμορφος

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μορφή κόρακα, κορακοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ερυθρόμορφος, ταινιόμορφος].