κοραλλιογραφία

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source

Greek Monolingual

η
κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα κοράλλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιο + -γραφία (< -γραφώ < -γράφος < γράφω), πρβλ. δημοσιογραφία, υδατογραφία].