Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοριτσίστικος

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κορίτσι («κοριτσίστικη συμπεριφορά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. αγορίστικος, θεατρινίστικος)].