κορυνώ

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

κορυνῶ, -άω και κορυνιῶ, -άω (Α) κορύνη
(για φυτά) βγάζω κορυνοειδείς βλαστούς ή κάλυκες άνθους.