Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
κορυνῶ, -άω και κορυνιῶ, -άω (Α) κορύνη(για φυτά) βγάζω κορυνοειδείς βλαστούς ή κάλυκες άνθους.