κοσκινάς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ού (Μ κοσκινάς, θηλ. -ού) κόσκινον
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει κόσκινα
νεοελλ.
1. το θηλ. η κοσκινού
η σύζυγος του κοσκινά
2. παροιμ. «βάζει κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται γι' αυτούς που κομπάζουν για ασήμαντο λόγο.