κοτυλώδης

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλώδης Medium diacritics: κοτυλώδης Low diacritics: κοτυλώδης Capitals: ΚΟΤΥΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kotylṓdēs Transliteration B: kotylōdēs Transliteration C: kotylodis Beta Code: kotulw/dhs

English (LSJ)

κοτυλῶδες, like a κοτύλη, ἀγγεῖον ib.480b.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κοτύλην, Ἀθήν. 480Β.

Greek Monolingual

κοτυλώδης, -ῶδες (Α) κοτύλη
αυτός που μοιάζει με κοτύλη, κοτυλοειδής.

German (Pape)

ες, = κοτυλοειδής; Ath. XI.480b erkl. κυαθίς, κοτυλῶδες ἀγγεῖον.