κουβαριαστός

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κουβαριάζω
τυλιγμένος σε κουβάρι, κουβαριασμένος.