Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ημεγάλο κουδούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδούνι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κασόνα, κεφάλα)].