Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
Full diacritics: κουράς | Medium diacritics: κουράς | Low diacritics: κουράς | Capitals: ΚΟΥΡΑΣ |
Transliteration A: kourás | Transliteration B: kouras | Transliteration C: kouras | Beta Code: koura/s |
κουράδος, ἡ,
A = ὀροφή, Hsch. s.v. ἐγκουράδες.
2 painting on a ceiling, Id.
κουράς: -άδος, ἡ, «ὀροφικὸς πίναξ. ἡ ἐν τοῖς ὀροφώμασι γραφὴ» Ἡσύχ.
κουράς, -άδος, ἡ (Α) κουρά
(κατά τον Ησύχ.)
1. η οροφή
2. η ζωγραφική σε οροφή.