κουρδιστήρι

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

και κουρντιστήρι, το κουρδίζω
1. όργανο για το κούρδισμα μουσικών οργάνων
2. ειδικό συστρεφόμενο εξάρτημα που χρησιμεύει για τη συσπείρωση του ελατηρίου ρολογιού ή άλλης μηχανής εφοδιασμένης με ελατήριο.