κουρόφιλος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

κουρόφιλος, -ον (Α)
αυτός που αγαπά τους νέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος (Ι) + -φιλος (< φίλος), πρβλ. θεόφιλος, παιδόφιλος].

German (Pape)

Kinder, Knaben liebend.