κουτσοκεφαλιάζω
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
Greek Monolingual
και κουτσοκεφαλίζω (Μ κουτσοκεφαλίζω) κουτσοκέφαλος
κόβω το κεφάλι κάποιου, αποκεφαλίζω.