καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
κουτσομπολεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψο-μπολιάζω, με τροπή του -ψ- σε -τσ- (βλ. και κουτσο-) και κώφωση (-ο- > -ου-)].