κουφαίνω

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

κουφαίνω) κουφός
κάνω κάποιον κουφό
νεοελλ.
1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω
2. φρ. «μάς κούφανες» — είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση.