κοφινάς

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοφινού κοφίνι
αυτός που κατασκευάζει κοφίνια, κοφινοποιός.