κρέμαση
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
Greek Monolingual
η (AM κρέμασις) κρεμάννυμι
κρέμασμα, ανάρτηση
νεοελλ.
1. κατηφορικός τόπος απ' όπου πέφτει νερό με ορμή
2. ναυτ. το ύψος τών ιστίων.