κραβάκτιον
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
v. sub κράββατος.
Greek Monolingual
κραβάκτιον, τὸ (Α)
κρεβατάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράβακτος + υποκορ. κατάλ. -ιον].