κραββατοποιός

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραββᾰτοποιός Medium diacritics: κραββατοποιός Low diacritics: κραββατοποιός Capitals: ΚΡΑΒΒΑΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: krabbatopoiós Transliteration B: krabbatopoios Transliteration C: kravvatopoios Beta Code: krabbatopoio/s

English (LSJ)

ὁ, couch-maker, Glossaria.

Greek Monolingual

κραββατοποιός, ὁ (Α)
κατασκευαστής κλινών και ανακλίντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράββατος + -ποιός (< ποιῶ)].