κραγόν

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.

Greek Monolingual

κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].

Greek Monotonic

κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).

German (Pape)

laut schreiend; κραγὸν κεκράξεται Ar. Eq. 485.