κραμβοκέφαλος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
κραμβοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με κράμβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κριοκέφαλος, ριζοκέφαλος.