κρανοποιώ

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

κρανοποιῶ, -έω (Α) κρανοποιός
1. κατασκευάζω κράνη
2. διηγούμαι με κομπορρημοσύνη για πολεμικά κατορθώματα.