κρεατοελιά
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
η
περιγεγραμμένη υποστρόγγυλη θηλωματώδης υπερπλασία της επιδερμίδας με σημεία υπερκερατώσεως, η ακροχορδόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + ελιά].