κρεωνομία

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

κρεωνομία, ἡ (Α)
βλ. κρεανομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομία με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].