ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
κρεωνομία, ἡ (Α)βλ. κρεανομία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κρεανομία με α' συνθετικό κρεω- για το οποίο βλ. κρε(ο)-].