ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
κρεωφάγος: (ᾰ) питающийся мясом, плотоядный (ὄρνιθες Arst.).
= κρεοφάγος; Arist. part.anim. 4.12 und Sp.