βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
και κροκοδίλιος, -α, -ο1. αυτός που έχει σχέση με τον κροκόδειλο2. φρ. «κροκοδείλια δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, υποκριτική λύπη ή θλίψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδειλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].