κροκόπλοκος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

κροκόπλοκος, -ον (Μ)
ο πλεγμένος με νήματα βαμμένα με κρόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. θεόπλοκος, σιδηρόπλοκος].