κροῦναι

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροῦναι Medium diacritics: κροῦναι Low diacritics: κρούναι Capitals: ΚΡΟΥΝΑΙ
Transliteration A: kroûnai Transliteration B: krounai Transliteration C: kroynai Beta Code: krou=nai

English (LSJ)

τὰ ἄφορα δένδρα, Hsch.; also, = κρῆναι τέλειαι, Id.

Greek Monolingual

κροῦν αι (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «τὰ ἄφορα δένδρα»
2. «κρῆναι τέλειαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κρῆναι τέλειαι» συνδέεται με τον τ. κρουνός.