κρυβηλός

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

German (Pape)

[Seite 1515] verborgen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κρυβηλός: -όν, κρυπτός, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως κρῠβήτης, ου, ὁ ἐν τῇ γῇ κεκρυμμένος, τεθαμμένος, καὶ κρυβὴσια, τά, = νεκύσια, ὁ αὐτ.