κρυβηλός

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 1515] verborgen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κρυβηλός: -όν, κρυπτός, Ἡσύχ.· ― ὡσαύτως κρῠβήτης, ου, ὁ ἐν τῇ γῇ κεκρυμμένος, τεθαμμένος, καὶ κρυβὴσια, τά, = νεκύσια, ὁ αὐτ.