κρυοπαγώ

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

-έω
(για μέλη του σώματος) παθαίνω κρυοπαγήματα, νεκρώνομαι από ψύξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύο + -παγώ (< -πάγος < πήγνυμι)].