κρυφοδαγκανιάρης
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
-α, -ικο κρυφοδαγκάνω
1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα.