κρυφοδαγκανιάρης
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-α, -ικο κρυφοδαγκάνω
1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ξαφνικά
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που βλάπτει κάποιον ύπουλα.