κρυψίνοια

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 1517] ἡ, Hinterlist, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίνοια: ἡ, τὸ κρύπτειν τὰ διανοήματα, ἡ ἰδιότης τοῦ κρυψίνου, Εὐστ. Πονημ. 93. 57.

Greek Monolingual

η (Μ κρυψίνοια) κρυψίνους
το να αποκρύπτει κάποιος τις σκέψεις ή τις πραγματικές του προθέσεις
νεοελλ.
συνεκδ. υποκρισία, προσποίηση.