κυβίας

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

κυβίας, -ου, ὁ (Α)
είδος παλαμύδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρίας)].