κυλίκειος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλῐκειος Medium diacritics: κυλίκειος Low diacritics: κυλίκειος Capitals: ΚΥΛΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: kylíkeios Transliteration B: kylikeios Transliteration C: kylikeios Beta Code: kuli/keios

English (LSJ)

κυλίκειον, of a cup, ζητήματα discussions over wine, Poll.6.108.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίκειος: -ον, ἀνήκων εἰς κύλικα, κ. ζητήματα, ἐπικυλίκειοι συζητήσεις, δηλ. αἱ ἐν πότῳ γινόμεναι, Πολυδ. Ϛ΄, 108.

Greek Monolingual

κυλίκειος, -ον (Α) κύλιξ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύλικα («κυλίκεια ζητήματα» — συζητήσεις κατά τη διάρκεια συμποσίου, Πολύδ.).

German (Pape)

zum Becher, zum Trunke gehörig, Poll. 6.108. Vgl. ἐπικυλίκειος.