κυλίνδηση
From LSJ
Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
η (Α κυλίνδησις) κυλίνδω
κύλιση, κύλισμα
αρχ.
1. συχνή συναναστροφή, συχνή φοίτηση («καὶ δαπὰνας ἐπαχθεῖς και κυλινδήσεις ἐν γυναίοις», Πλούτ.)
2. συνεχής εξάσκηση, απόκτηση εμπειρίας.