Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
κυμαγωγῶ, -έω (Μ)
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα
2. παθ. κυμαγωγοῦμαι, -έομαι
οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ-αγωγώ, χειρ-αγωγώ].