κυμαγωγώ

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek Monolingual

κυμαγωγῶ, -έω (Μ)
1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα
2. παθ. κυμαγωγοῦμαι, -έομαι
οδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ-αγωγώ, χειρ-αγωγώ].