Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
κυμαγωγῶ, -έω (Μ)1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον στα κύματα2. παθ. κυμαγωγοῦμαι, -έομαιοδηγούμαι, φέρομαι από τα κύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -αγωγῶ (< ἀγωγός), πρβλ. παιδ-αγωγώ, χειρ-αγωγώ].