Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυνόδοντας

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

ο (Α κυνόδους, -οντος)
καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων
αρχ.
1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.)
2. δόντι πριονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος (πρβλ. χαλόδους, χαυλιόδους)].