κυρηναϊκός

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κυρηναϊκός, -ή, -όν) Κυρήνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ελληνική πόλη της βόρειας Αφρικής Κυρήνη
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Κυρηναϊκοί
οι μαθητές ή οπαδοί του Κυρηναίου φιλοσόφου Αριστίππου, που θεωρούσαν ως σκοπό της ζωής τις ηδονές τών αισθήσεων
3. φρ. (φιλοσ.) «Κυρηναϊκή σχολή» — μία από τις τέσσερεις ελάσσονες Σωκρατικές σχολές, την οποία ίδρυσε ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος
νεοελλ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Κυρηναϊκή
παλαιά αποικία της Ιταλίας στη βορειοανατολική Αφρική, η οποία σήμερα είναι τμήμα της Λιβύης.