κυριώδης

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

German (Pape)

[Seite 1537] ες, wichtig, entscheidend, Sp.

Greek Monolingual

κυριώδης, -ώδες (Α) κύριος
σπουδαίος, σημαντικός.