κυριώδης
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
German (Pape)
[Seite 1537] ες, wichtig, entscheidend, Sp.
Greek Monolingual
κυριώδης, -ώδες (Α) κύριος
σπουδαίος, σημαντικός.