κυριώδης

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

German (Pape)

[Seite 1537] ες, wichtig, entscheidend, Sp.

Greek Monolingual

κυριώδης, -ώδες (Α) κύριος
σπουδαίος, σημαντικός.