κωμάδιος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμάδιος Medium diacritics: κωμάδιος Low diacritics: κωμάδιος Capitals: ΚΩΜΑΔΙΟΣ
Transliteration A: kōmádios Transliteration B: kōmadios Transliteration C: komadios Beta Code: kwma/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, of a κῶμος, Sch.D.T.p.542 H.

Greek Monolingual

κωμάδιος, -ία, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυπτάδιος, λαμπάδιος)].