κωνίο

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

το (Α κωνίον και κώνιον) κώνος
μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι
νεοελλ.
(ανατ. -φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη διάκριση του ακριβούς περιγράμματος τών αντικειμένων.