κωνίο

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

το (Α κωνίον και κώνιον) κώνος
μικρός κώνος, μικρό κουκουνάρι
νεοελλ.
(ανατ. -φυσιολ.) κωνική προεξοχή φωτοευαίσθητου νευρώνα στον αμφισβληστροειδή χιτώνα του οφθαλμού τών σπονδυλοζώων η οποία έχει άμεση σχέση με την όραση τών χρωμάτων και τη διάκριση του ακριβούς περιγράμματος τών αντικειμένων.