τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
κωποδέτης, δωρ. τ. κωποδέτας, ὁ (Α)αυτός που δένει το κουπί στον σκαλμό της λέμβου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + δέτης (< δέω «δένω»)].