κωφώ

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

(I)
κωφῶ, -άω (Α) κωφός
1. κάνω κάποιον να σταματήσει να μιλάει, βουβαίνω («τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν», Οππ.)
2. κολοβώνω κάποιον
3. παθ. κωφῶμαι, -άομαι
αποβλακώνομαι.
(II)
κωφῶ -έω (Α) κωφός
πιθ. κολοβώνω κάποιον.
(III)
κωφῶ, -όω (AM)
βλ. κωφώνω.